H ραγδαία ανάπτυξη της χρήσης του Internet, η ψηφιοποίηση, η σύγκλιση και η εκτεταμένη διασύνδεση των συστημάτων πληροφοριών, παρέχουν σημαντική διευκόλυνση στη διάπραξη ποινικών αδικημάτων διασυνοριακού χαρακτήρα. Η «κυβερνοεγκληματικότητα» («cybercriminality»), δηλαδή η διάπραξη ποινικών αδικημάτων μέσω του Διαδικτύου, συνιστά μια εξαιρετικά σοβαρή απειλή, η οποία στρέφεται όχι μόνο κατά φυσικών ή νομικών προσώπων ιδιωτικού και δημοσίου δικαίου που χρησιμοποιούν το διαδίκτυο, αλλά και κατά της εύρυθμης λειτουργίας των Κρατών (κυβερνοπόλεμος). Σημαντικές δυσχέρειες στην αποτελεσματική καταστολή των διασυνοριακού χαρακτήρα των εγκλημάτων που τελούνται στο διαδίκτυο προκαλεί η αρχή της εδαφικότητας η οποία διέπει την εφαρμογή των κανόνων του ποινικού δικαίου. Είναι ευνόητο ότι για την αντιμετώπιση του εγκλήματος στο διαδίκτυο απαιτείται η ανάληψη διεθνούς δράσης, αλλά και η στενή, συνεχής και αποτελεσματική δικαστική συνεργασία μεταξύ των Ευρωπαϊκών Κρατών. Η ενίσχυση της διεθνούς συνεργασίας για την καταπολέμηση της κυβερνοεγκληματικότητας προϋποθέτει την ύπαρξη κατάλληλου, δεσμευτικού και αποτελεσματικού νομοθετικού πλαισίου.
Την 12η Αυγούστου 2013 εξεδόθη η υπ’ αριθ. 2013/40/ΕΕ Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρώπης για τις επιθέσεις κατά συστημάτων πληροφοριών και την αντικατάσταση της απόφασης-πλαισίου 2005/222/ΔΕΥ του Συμβουλίου. Στόχος της Οδηγίας αυτής είναι η εναρμόνιση της ποινικής νομοθεσίας των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε θέματα επιθέσεων κατά συστημάτων πληροφοριών, με τη θέσπιση ελάχιστων κανόνων για τον ορισμό των ποινικών αδικημάτων και των σχετικά προβλεπόμενων κυρώσεων, τη βελτίωση της συνεργασίας των αρμόδιων αρχών των κρατών-μελών, συμπεριλαμβανομένων των αστυνομικών ή άλλων υπηρεσιών επιφορτισμένων με την επιβολή του νόμου, καθώς και των αρμόδιων ειδικευμένων οργανισμών και φορέων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Με το νόμο 4411 πέραν των ανωτέρω, κυρώνεται επίσης το Πρόσθετο Πρωτόκολλο της Σύμβασης για το έγκλημα στον Κυβερνοχώρο σχετικά με την ποινικοποίηση πράξεων ρατσιστικής και ξενοφοβικής φύσης, που διαπράττονται μέσω Συστημάτων Υπολογιστών, το οποίο υπεγράφη την 28.1.2003 στο Στρασβούργο. Η Σύμβαση δεν έχει ως μόνο αντικείμενο την αντιμετώπιση της εγκληματικότητας στον Κυβερνοχώρο υπό στενή έννοια (γνήσια εγκλήματα του διαδικτύου), αφού εφαρμόζεται και σε ποινικά αδικήματα η καταστολή των οποίων προϋποθέτει τη συλλογή αποδείξεων ηλεκτρονικής φύσης (εγκλήματα δια του διαδικτύου). Η Σύμβαση, στο πρώτο άρθρο του πρώτου Κεφαλαίου της, περιλαμβάνει, συγκεκριμένους ορισμούς για τον προσδιορισμό ορισμένων εννοιών, τεχνικής φύσης, από τις οποίες όμως συναρτάται η εφαρμογή της και ειδικότερα των εννοιών: «σύστημα υπολογιστή», «δεδομένα υπολογιστών», «δεδομένα κίνησης» και «πάροχος υπηρεσιών».Εν συνεχεία, στο πρώτο τμήμα του δεύτερου Κεφαλαίου της, οριοθετείται η έννοια της «κυβερνοεγκληματικότητας» και προσδιορίζονται τα συγκεκριμένα αδικήματα. Περαιτέρω, με τα άρθρα 2 έως και 6 τιμωρούνται τα αδικήματα που στρέφονται κατά των δικτύων πληροφοριών και επιβάλλεται στα ΣΜ η υποχρέωση να χαρακτηρίσουν ως αξιόποινες, πράξεις που αποσκοπούν στην από πρόθεση πρόκληση βλάβης στα δίκτυα, την ακεραιότητα, τη διαθεσιμότητα των δεδομένων ή των συστημάτων πληροφορικής και ειδικότερα την παράνομη πρόσβαση (άρθρο 2), την υποκλοπή (άρθρο 3), την παρεμβολή σε δεδομένα (άρθρο 4) και τις παρεμβολές σε συστήματα (άρθρο 5). Σε ό,τι αφορά το άρθρο 6, αυτό αποβλέπει στην απαγόρευση α) τόσο της κατασκευής, της κατοχής όσο και της διανομής ή της διάθεσης προγραμμάτων υπολογιστών, όπως οι αποκαλούμενοι στη «γλώσσα» της πληροφορικής: ιοί («viruses»), «σκουλήκια» («worms»), «Δούρειοι Ίπποι» («Trojan Horses») και άλλα παρεμφερούς φύσης μέσα, που καθιστούν δυνατή τη διάπραξη ποινικών αδικημάτων, β) όσο και της διακίνησης συνθηματικών λέξεων («passwords») ή κωδικών πρόσβασης (βλ. σχετική ανάρτηση "Πόσες λέξεις αξίζει ένα infographic;"). Σημειωτέον ότι, με το άρθρο αυτό, δεν επιβάλλεται στα ΣΜ οποιαδήποτε απαγόρευση νόμιμων ενεργειών, όπως είναι η δημιουργία μέσων για την καταπολέμηση των ιών ή προγραμμάτων ασφάλειας των συστημάτων πληροφορικής.
Με τα άρθρα 7 και 8 προβλέπεται η υποχρέωση των Συμβαλλόμενων Μερών να καταστήσουν αξιόποινες την πλαστογραφία και την απάτη μέσω υπολογιστή, αντιστοίχως. Με το άρθρο 9 επιβάλλεται στα ΣΜ η υποχρέωση να καταστήσουν αξιόποινες συμπεριφορές που σχετίζονται με την παιδική πορνογραφία. Το πεδίο εφαρμογής της τελευταίας αυτής διάταξης είναι ιδιαιτέρως ευρύ, δεδομένου ότι με αυτή καλύπτεται η απαγόρευση της παραγωγής, διάδοσης [ιδίως μέσω συνδέσμων], η λήψη (download) ή η απλή κατοχή υλικού παιδικής πορνογραφίας περιλαμβανόμενης και της οπτικής αναπαραγωγής προσώπων ηλικίας κάτω των 18 ετών (ή κάτω των 16 ετών για τα ΣΜ που έχουν θεσπίσει το όριο αυτό), ενηλίκων που εμφανίζονται ως ανήλικοι καθώς και κάθε εικονικής, αναπαράστασης ανηλίκων που επιδίδονται σε σεξουαλικές πράξεις. Η δυνατότητα διατύπωσης, από τα ΣΜ, επιφυλάξεων, παρέχεται μόνον σε ό,τι αφορά στην απλή κατοχή ή στη λήψη εικονικού υλικού παιδικής πορνογραφίας. Σημειωτέον ότι το θέμα της παιδικής πορνογραφίας έχει ρυθμιστεί προσφάτως (Ιούνιος 2014) με το άρθρο 8 του ν. 4267/2014, το οποίο τροποποίησε το άρθρο 348Α του Ποινικού Κώδικα, οι δε ουσιαστικές του διατάξεις εφαρμόζονται mutatis mutandis και σε εγκλήματα του Κυβερνοχώρου (βλ. σχετικό άρθρο πατώντας εδώ).
Με τη διάταξη του άρθρου 10 αντιμετωπίζονται εγκλήματα σχετικά με τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας, εφ όσον αυτά διαπράττονται για εμπορικούς σκοπούς, αποβλέπουν δηλαδή στην επίτευξη κέρδους. Δείτε την πλήρη αιτολογική έκθεση του νόμου στα συνημμένα αρχεία.